- μπατικός
- η , ό спец. тычковый
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
μπατικός — ή, ό, θηλ. και ιά 1. (για πέτρα ή τούβλο) αυτός που τοποθετείται έτσι ώστε να καλύπτει ολόκληρο το πάχος τού τοίχου 2. (για κτίσιμο) αυτός που γίνεται με τον παραπάνω τρόπο 3. (για τοίχο) αυτός που είναι κτισμένος με τον τρόπο αυτό 4. (το ουδ.… … Dictionary of Greek